-
1 призвать
призвать 1) ανακαλώ 2) воен.: \призвать на военную службу καλώ στο στρατό* * *1) ανακαλώ2) воен.призва́ть на вое́нную слу́жбу — καλώ στο στρατό
-
2 призывать
призыв||атьнесов1. καλώ, φωνάζω:\призывать на помощь καλώ είς βοήθειαν, ἐπικα-λοῦμαι τήν βοήθειαΜ' \призывать в свидетели καλώ γιά μάρτυρα·2. (κ чему-л.) ἀνακαλώ:\призывать к порядку ἀνακαλώ στήν τάξη· \призывать к бдительности καλώ σέ ἐπαγρύπνηση·3. воен. καλώ στό στρατό:\призывать на военную слу́жбу καλώ ὑπό τά ὅπλα. -
3 ружьё
-я, πλθ. ружья, -жей, -жьямουδ. όπλο, τουφέκι•охотничье ружьё κυνηγετικό όπλο•
двухствольное ружьё δίκανο (όπλο)•
стрелять из ружья πυροβολώ, τουφεκίζω•
зарядить ружьё οπλίζω το όπλο,
εκφρ.в -! – στα όπλα! (παράγγελμα)•в ружьё стать – συντάσσομαι με το όπλο (ένοπλος)•быть (находить(ся) под -ьём – α) είμαι υπο τα όπλα, έτοιμος για μάχη. β) υπηρετώ στο στρατό•поставить под ружьё – παλ. είδος τιμωρίας σε ορθή στάση με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση•призвать под ружьё – καλώ υπο τα όπλα (επιστρατεύω)•стоять под ружьё – στέκομαι ορθός με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση (είδος τιμωρίας στον τσαρικό στρατό).